Ένας φτωχός βοσκός, ο Θάνος Ζέκος, που είχε μεταναστεύσει στη Γερμανία κι επέστρεψε, αλλά σκοπεύει να ξαναφύγει στην Αυστραλία αυτή τη φορά, ερωτεύεται μια πανέμορφη αρχοντοπούλα, τη Δέσποινα, που είναι κόρη του Βλαχόπουλου, αφέντη της περιοχής. Ο πατέρας της, όπως είναι φυσικό, αρνείται κατηγορηματικά να δώσει την κόρη του σ’ έναν παρακατιανό και προσπαθεί να την παντρέψει με τον Γιάγκο, γιο ενός μεγαλοτσέλιγκα. Ο Γιάγκος υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία. Στην Ανάσταση, όταν όλο το χωριό είναι μαζεμένο στην εκκλησία, ο Θάνος και η Δέσποινα κλέβονται και μες στην απελπισία τους καταφεύγουν στα βουνά, καταδιωκόμενοι από ένα απόσπασμα χωροφυλακής αλλά και από τον Γιάγκο ο οποίος, βαθύτατα προσβεβλημένος, ζητάει εκδίκηση. Στην αναμέτρησή του με τον Θάνο, ο Γιάγκος θα σκοτωθεί. Το ζευγάρι των απελπισμένων εραστών θα τον ακολουθήσει, καθώς ο κλοιός της χωροφυλακής δεν επιτρέπει καμιά απολύτως διέξοδο.